- κραιπαλη
- κραιπάλη(πᾰ) ἥ тж. pl.1) похмелье Arst., Plut.2) попойка, пьянство Arph., Plut., NT.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κραιπάλη — drinking bout fem nom/voc sg (attic epic ionic) κραιπαλάω to be intoxicated pres imperat act 2nd sg (doric) κραιπαλάω to be intoxicated pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) κραιπαλάω to be intoxicated imperf ind act 3rd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπάλῃ — κραιπάλη drinking bout fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… … Dictionary of Greek
κραιπάλη — η υπερβολική μέθη, ακόλαστη ζωή, αλόγιστη σπατάλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οἴνω τὸν οἶνον καὶ κραιπάλῃ τὴν κραιπάλην ἐξαιρεῖν. — οἴνω τὸν οἶνον καὶ κραιπάλῃ τὴν κραιπάλην ἐξαιρεῖν. См. Чем ушибся, тем и лечись … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κραιπάλαι — κραιπάλη drinking bout fem nom/voc pl κραιπάλᾱͅ , κραιπάλη drinking bout fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπαλᾶν — κραιπάλη drinking bout fem gen pl (doric aeolic) κραιπαλάω to be intoxicated pres part act masc voc sg (doric aeolic) κραιπαλάω to be intoxicated pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κραιπαλάω to be intoxicated pres part act masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπαλέων — κραιπάλη drinking bout fem gen pl (epic ionic) κραιπαλάω to be intoxicated pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπαλῶν — κραιπάλη drinking bout fem gen pl κραιπαλάω to be intoxicated pres part act masc voc sg κραιπαλάω to be intoxicated pres part act neut nom/voc/acc sg κραιπαλάω to be intoxicated pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κραιπαλάω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπάλαις — κραιπάλη drinking bout fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπάλην — κραιπάλη drinking bout fem acc sg (attic epic ionic) κραιπαλάω to be intoxicated imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) κραιπαλάω to be intoxicated imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)